Alonissos Island Official Website
EN   
Οικοσύστημα - Photo 1

Το οικοσύστημα της Αλοννήσου

Κλίμα & Πετρώματα

Τύπος

Το κλίμα είναι μεσογειακό, με βροχερό χειμώνα και ξηρό καλοκαίρι. Η μέση ετήσια θερμοκρασία φτάνει στους 17°C, ενώ η μέση ετήσια τιμή των βροχοπτώσεων στα 515 mm.

Πετρώματα

Κύριο χαρακτηριστικό της εικόνας της περιοχής είναι τα ασβεστολιθικά πετρώματα, οι απότομοι βράχοι που καταλήγουν στη θάλασσα και οι σπηλιές, που αποτελούν το κύριο ενδιαίτημα της μεσογειακής φώκιας. Συναντώνται διάφοροι τύποι εδαφών.

Χλωρίδα & Πανίδα

Η γεωγραφική απομόνωση της περιοχής, η μορφολογία, ο περιορισμένος βαθμός ανθρώπινης παρέμβασης και η άριστη κατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος, καθιστούν το τοπίο και τις θαλάσσιες περιοχές του Πάρκου, ιδανικό καταφύγιο, για πολλά απειλούμενα με εξαφάνιση, είδη της χερσαίας και θαλάσσιας χλωρίδας και πανίδας.

Xλωρίδα

Τα νησιά καλύπτονται από μεσογειακά δάση κωνοφόρων όπως το πεύκο, μακία βλάστηση με θάμνους όπως η κουμαριά, το σχίνο, το φιλλύκι, το ρείκι, ο ράμνος και το πουρνάρι, συχνά σε μορφή δενδρώδη. Ακόμη συναντούμε αειθαλή, όπως το κρητικό σφενδάμι, η αγριελιά, το θαμνοκυπάρισσο και το σπάνιο δεντράκι Amelanchier chelmea. Συνηθισμένα είναι ακόμη τα φρύγανα σε μεγάλη ποικιλία ειδών. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι και η χασμοφυτική χλωρίδα, με αρκετά ενδημικά φυτά, όπως η Campanula reiseri, η Campanula rechingeri, το Linum gyaricum, η Areanaria phitosiana, κ.λ.π. Τα υποθαλάσσια λιβάδια Ποσειδωνίας (Posidonia oceanicae), τα οποία είναι ιδιαίτερα σημαντικά για την αναπαραγωγή άλλων οργανισμών αλλά και τη συγκράτηση και ανακύκλωση διαφόρων ουσιών στο θαλάσσιο περιβάλλον, είναι εκτεταμένα και διατηρούνται σε άριστη κατάσταση.

Πανίδα

Η περιοχή του Πάρκου είναι ένας σημαντικός βιότοπος για πολλά είδη ψαριών (περίπου 300), πτηνών (περισσότερα από 80 είδη), ερπετών και επίσης θηλαστικών. H μεσογειακή φώκια (Monachus monachus), το κόκκινο κοράλι (Coraliu mrubrum), ο μαυροπετρίτης (Falco eleonorae),ο αιγαιόγλαρος (Larus audouinii), ο θαλασσοκόρακας (Phalacrocorax aristotelis) και το αγριοκάτσικο των Γιούρων (Capra aegagrus) είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά σπάνια είδη που απαντούνται στη περιοχή. Μερικά από τα πτηνά που διαβιούν στο Πάρκο είναι ο σπιζαετός (Hieraetus fasciatus), o κορμοράνος (Phalacrocorax carbo) και ο ασημόγλαρος (Larus cacchinans), και οι σταχτάρες (Apus apus και Apus melba). Η ορνιθοπανίδα περιλαμβάνει επίσης τα είδη της οικογένειας Sylvidae, όπως οι τσιροβάκοι Sylvia melanocephala και Sylvia articapilla. Επίσης μεγάλη ποικιλομορφία παρουσιάζει η υποβρύχια πανίδα με πολλά βενθικά και πελαγικά είδη. Δελφίνια καθώς και μερικά είδη φαλαινών απαντώνται στην περιοχή. Τα πιο συνηθισμένα είδη δελφινιών και φαλαινών είναι το κοινό δελφίνι (Delphinus delphis), το ζωνοδέλφινο (Stenella coeruleoalba), το ρινοδέλφινο (Tursiops truncatus), o φυσητήρας (Physeter macrocephalus) και ο ζιφιός (Ziphius cavirostris).

Monachus Monachus

Η μεσογειακή φώκια Monachus monachus πήρε το όνομά της είτε εξαιτίας του σχήματος του πάνω μέρους του κεφαλιού της που μοιάζει σαν να φοράει σκούφο ρωμαιοκαθολικού καλόγερου είτε επειδή δε ζει σε μεγάλες ομάδες προτιμώντας την απομόνωση από την ανθρώπινη παρουσία. Αναπαρίσταται σε αρχαία Ελληνικά νομίσματα και αναφέρεται σε αποσπάσματα του Ομήρου που την περιγράφουν να λιάζεται σε αμμουδερές ακτές.

Τα παλιά χρόνια είχε ευρεία εξάπλωση σε όλες τις ακτές της Μεσογείου, από τη Μαύρη Θάλασσα έως και τις ακτές του Ατλαντικού, του Μαρόκου και της Μαυριτανίας. Με το πέρασμα του χρόνου εξαιτίας διαφόρων παραγόντων που επέδρασαν αρνητικά στα ζώα και τα καταφύγιά τους, το είδος εξαφανίστηκε σε περισσότερες από 10 χώρες τα τελευταία 20 χρόνια και σήμερα θεωρείται το πιο απειλούμενο είδος στην Ευρώπη.

Γενικά, υπολογίζεται ότι επιβιώνουν σήμερα 400-500 και επιστήμονες υποστηρίζουν ότι στην Ελλάδα βρίσκονται τα 2/3 του συνολικού πληθυσμού της μεσογειακής φώκιας. Η μεσογειακή φώκια είναι από τα μεγαλύτερα είδη φωκιών στον κόσμο και το μήκος της φτάνει στα 2-3 μέτρα ενώ το βάρος της κατά μέσο όρο είναι 250 kg. Τα θηλυκά ωριμάζουν στα 3-4 χρόνια της ηλικίας τους, ενώ τα αρσενικά λίγο αργότερα. Η διάρκεια ζωής της φώκιας δεν έχει αποδειχθεί επιστημονικά, αλλά υπολογίζεται πως είναι περίπου 35 - 40 χρόνια.

Το δέρμα της καλύπτεται από κοντό, στιλπνό τρίχωμα με πιο συνηθισμένα χρώματα το γκρίζο ή καφέ στη ράχη με πιο ανοιχτόχρωμη κοιλιά. Τα νεογέννητα έχουν μήκος ένα μέτρο και ζυγίζουν 15-20 κιλά. Το δέρμα τους καλύπτεται από μακρύ μαύρο τρίχωμα με ένα άσπρο "μπάλωμα" στην κοιλιά. Δεν υπάρχουν εμφανείς διαφορές μεταξύ αρσενικών και θηλυκών.

Η κύηση διαρκεί περίπου 10 με 11 μήνες και οι γεννήσεις παρατηρούνται κυρίως τους μήνες Μάιο-Νοέμβριο, με αποκορύφωση το Σεπτέμβριο - Οκτώβριο. Η περίοδος γαλουχίας διαρκεί περίπου 4 - 8 εβδομάδες. Επειδή η περίοδος της κύησης και της γαλουχίας έχουν μεγάλη διάρκεια, οι γεννήσεις σημειώνονται συνήθως κάθε δεύτερο χρόνο. Η μεσογειακή φώκια γεννά ένα μόνο μικρό κάθε φορά. Σήμερα οι γεννήσεις λαμβάνουν χώρα κυρίως σε σπηλιές και όχι πλέον σε αμμώδεις παραλίες, όπως παλιά, εξαιτίας της ενόχλησης που προκαλείται από τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Τα νεογέννητα δεν μπορούν να κολυμπούν καλά τις πρώτες ημέρες της ζωής τους αλλά μέσα σε λίγες εβδομάδες είναι ικανά να κολυμπούν άριστα.

Η μεσογειακή φώκια τρέφεται με όλα τα είδη ψαριών και κεφαλόποδων που υπάρχουν στην περιοχή που ζει. Μια ενήλικη φώκια υπολογίζεται ότι ημερησίως καταναλώνει το 5-10 % του σωματικού της βάρους. Για να εξασφαλίσουν την τροφή τους επιτίθενται σε δίχτυα, ακολουθούν ψαρόβαρκες και μεταναστευτικά είδη ψαριών.

Απειλές

Οι κύριες απειλές για τη μεσογειακή φώκια είναι η αυξημένη θνησιμότητα εξαιτίας :

  • Σκόπιμων θανάτων που προέρχονται από τον άνθρωπο και αυτό, γιατί, στο παρελθόν κυνηγήθηκε άγρια για το λίπος και το δέρμα της.

 Σήμερα, θεωρείται συχνά φυσικός ανταγωνιστής του ψαρά και προκαλεί μερικές φορές ζημιές στα δίχτυα για να «κλέψει» την τροφή της λόγω της μείωσης των αλιευτικών αποθεμάτων από την υπεραλίευση.

  • Απώλειας κατάλληλων βιοτόπων.

Παλιότερα οι φώκιες γεννούσαν σε αμμώδεις παραλίες και μεγάλες σπηλιές. Τα τελευταία χρόνια εξαιτίας ανθρώπινων δραστηριοτήτων (τουρισμός, σκάφη αναψυχής, λιμάνια, δρόμοι κ.λπ.), οι φώκιες αναγκάστηκαν να γεννούν μέσα σε ακατάλληλες για αυτό το σκοπό σπηλιές. Το ποσοστό θνησιμότητας νεογνών σε τέτοιες σπηλιές είναι αρκετά υψηλό, επειδή είναι άπειρα στην κολύμβηση κατά τις πρώτες εβδομάδες της ζωής τους και μπορούν εύκολα να τραυματιστούν ή να πνιγούν, από τον έντονο κυματισμό κατά τη διάρκεια κακοκαιρίας.

  • Εμπλοκής σε δίχτυα.

Μη σκόπιμη θνησιμότητα, κυρίως από πνιγμό, παρατηρείται σε όλη τη Μεσόγειο και για πολλά άλλα είδη (π.χ. Caretta caretta) εκτός από τη φώκια. Η μεσογειακή φώκια μπορεί να εμπλακεί σε όλους τους τύπους διχτυών, αλλά κυρίως στα στατικά δίχτυα.